αστυμηχανικός

αστυμηχανικός
ο
μηχανικός ο οποίος επιβλέπει την τήρηση της πολεοδομικής και οικοδομικής νομοθεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + μηχανικός. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην εφημερίδα Εφημερίς το 1894].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αστυμηχανικός — ο, η ο μηχανικός του πολεοδομικού γραφείου μιας πόλης που ελέγχει τις ανεγειρόμενες οικοδομές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”